φαυλουργός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
φαυλουργόν, working ill, Ar.Fr.882: cf. φλαυρουργός.
German (Pape)
[Seite 1259] όν, schlechte, geringe Arbeit machend, schlechter Arbeiter, Schol. Soph. Phil. 31.
Russian (Dvoretsky)
φαυλουργός: ὁ бракодел Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φαυλουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ τὰ φαῦλα ἐργαζόμενος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 698· πρβλ. φλαυρουργός.
Greek Monolingual
-όν, ΜΑ
μσν.
αυτός που ενεργεί με φαύλο τρόπο, που κάνει αισχρές πράξεις
αρχ.
κακός τεχνίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαῦλος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἱερουργός].