φεύξιμος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
φεύξιμον, later form of
A φύξιμος, τόπος Plb.13.6.9; ἔστι δούλῳ φευξίμῳ βωμός Plu.2.166e.
II = φευκτός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1267] ον, = φύξιμος, Pol. 13, 6,9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. φύξιμος.
Russian (Dvoretsky)
φεύξῐμος: Polyb., Plut. = φύξιμος.
Greek (Liddell-Scott)
φεύξῐμος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ φύξιμος, τόπος Πολύβ. 13. 6, 9· δούλῳ φ. βωμὸς Πλούτ. 2. 166F ―ὡσαύτως = φευκτός. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α φεῡξις
1. αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή κάτι, φύξιμος («δούλῳ φευξίμῳ βωμός», Πλούτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «φευκτός».