φθινώδης
English (LSJ)
φθινῶδες, consumptive, οἱ φ. Hp.Aph.4.8, etc.; τὸ φ. a consumptive habit, Id.Epid.1.2; φ. διάθεσις, νόσος, Androm. ap. Gal.13.18, Gal.17 (1).62; τὰ φ. πάθη Id.6.775, Paus.10.2.4. Adv. φθινωδῶς Gal.17(1).61, al.
German (Pape)
[Seite 1271] ες, von der Art der Auszehrung, Schwindsucht, die Auszehrung anzeigend, an der Auszehrung leidend, ihr unterworfen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
1 atteint de consomption;
2 qui consume en parl. de maladie.
Étymologie: φθίνω, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
φθῐνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τῆς φθίσεως πάσχων, φθισικός, οἱ φθινώδεες Ἱππ. Ἀφορ. 1249, κλπ.· τὸ φθινῶδες, ἡ τοῦ φθισικοῦ κατάστασις, ὁ αὐτ.· φθ. νόσος Παυσ. 10. 2, 4, κλπ.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α
1. φθισικός, φυματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φθινῶδες
η κατάσταση του φυματικού
3. φρ. «φθινώδης νόσος» — η φυματίωση (Παυσ.).
επίρρ...
φθινωδῶς Α
σε κατάσταση φυματίωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω + κατάλ. -ώδης].