φιλομεῖραξ

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομεῖραξ Medium diacritics: φιλομεῖραξ Low diacritics: φιλομείραξ Capitals: ΦΙΛΟΜΕΙΡΑΞ
Transliteration A: philomeîrax Transliteration B: philomeirax Transliteration C: filomeiraks Beta Code: filomei=rac

English (LSJ)

ακος, ὁ, ἡ, = φιλομειράκιος (fond of boys), Ath. 13.603e ; epithet of Artemis, Paus. 6.23.8.

German (Pape)

[Seite 1282] ακος, Knaben liebend; D. L. 4, 40; Ath. XIII, 603.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομεῖραξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς μείρακας, Ἀθήν. 603Ε, Παυσ. 6. 23, 6.

Greek Monolingual

-είρακος, ὁ, ἡ, Α
(κυρίως ως προσωνυμία της Αρτέμιδος) αυτός που αγαπά τους εφήβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μεῖραξ «νεαρός, έφηβος»].