φυτάλιος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠτάλιος Medium diacritics: φυτάλιος Low diacritics: φυτάλιος Capitals: ΦΥΤΑΛΙΟΣ
Transliteration A: phytálios Transliteration B: phytalios Transliteration C: fytalios Beta Code: futa/lios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, = φυρόχρωμος, θεοί Poll.1.24; of Poseidon, Corn.ND22; Ζεύς Orph.H.15.9 [ῡ metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1319] ον, auch 3 Endgn, = φυτάλμιος; φυτάλιος Ζεύς, Herm. Orph. Hymn. 15, 9; Poll. 1, 24. – [Υ an sich kurz, des Verses wegen lang gebraucht.]

Greek (Liddell-Scott)

φῠτάλιος: -ον, τῷ ἐπομ., Πολυδ. Α΄, 24· Ζεὺς Ἔρμανν. εἰς Ὀρφ. Ὕμν. 14. 9. [ῡ ἔνθ’ ἀνωτ., χάριν τοῦ μέτρου].

Greek Monolingual

-ον, Α
φυτάλμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει σχηματιστεί από το θ. φῠ- του φύω με επίθημα -ταλ-ιος (βλ. λ. φυταλιά), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει από το ουσ. φυτόν με επίθημα -άλιος (πρβλ. νηφάλιος)].