Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάζεμα

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

το, Ν χαζεύω
1. το να γίνεται κανείς χαζός
2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο του
β) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα.