χαλάδριον
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
τό, mat or pallet, PTeb.414.13 (ii A. D.), POxy.646 (ii A. D.), etc., cf. χάλανδρον; also written χαλάτριον PLond.5.1714.32 (vi A. D.).
Greek Monolingual
χαλάδριον και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ
στρώμα, στρωσίδι από ψάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα- του χαλῶ, -άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά-σαι) και εμφανίζει επίθημα -δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε -δρος / -δρον (πρβλ. δέν-δρον: δένδριον). Ο τ. χαλά-τριον εμφανίζει εναλλαγή διαρκούς ηχηρού και άηχου κλειστού -δ- / -τ- στο επίθημα, ενώ ο τ. χαράδριον εναλλαγή τών υγρών -λ / -ρ- στο θ. Τέλος, με φωνηεντισμό -ε- έχει σχηματιστεί ο τ. χελάδριον].