χαλκοτύπος
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
(parox.), ον,
A forging or working copper, τέχναι Man.4.570; ἀνὴρ ἐν Κορίνθῳ χ. Plu.2.395c:—Subst., coppersmith, χ. καὶ σιδηρεῖς X.Ages. 1.26. Vect.4.6; generally, smith, Lycurg.58, D.25.38, IGRom.4.1259 (Thyatira), etc.; but distinguished from χαλκεύς, X.HG3.4.17.
2 = χαλκόκροτος 1, μανίη, of the priests of Cybele, AP6.51.
II proparox. χαλκότῠπος, ον, Pass., inflicted with arms of bronze, ὠτειλαί Il.19.25.
2 wrought of bronze, εἰκών APl.5.362.
German (Pape)
[Seite 1332] Erz oder Kupfer schlagend, hämmernd, bearbeitend, ὁ χαλκ., der Kupferschmied, übh. der Schmied, Pallad. 95 (IX, 775); καὶ σιδηρεῖς Xen. Ages. 1, 26, vgl. Hell. 3, 4,17; Dem. 25, 38. – Erz od. Kupfer zusammenschlagend, μανίη, die Raserei der Kybelepriester, die kupferne Becken u. Pauken schlugen, Ep. ad. 147 (VI, 51), wo Jac. es von χαλκότυπος ableiten u. erklären möchte »der durch das Zusammenschlagen der Becken erregte Wahnsinn«.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille litt. qui frappe l'airain, le cuivre ou le fer;
ὁ χαλκοτύπος, forgeron.
Étymologie: χαλκός, τύπτω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκοτύπος:
I (ῠ) ὁ
1 медник (οἱ χαλκοτύποι καὶ οἱ σιδηρεῖς Xen.);
2 кузнец Dem., Plut.
возбуждаемый ударами кимвалов (μανίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοτύπος: [ῠ], -ον, ὁ σφυρηλατῶν ἢ ἐργαζόμενος τὸν χαλκόν, τέχναι Μανέθων 4. 570˙ ἀνὴρ ἐν Κορίνθῳ χ. Πλούτ. 2. 395C· - ὡς οὐσιαστ., ὁ κατεργαζόμενος τὸν χαλκόν, χαλκεύς, χαλκουργός, χ. καὶ σιδηρεῖς Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, Πόροι 4, 6˙ ἀκολούθως δὲ καθόλου, ὡς τὸ Λατ. faber aerarius, σιδηρουργός, Λυκοῦργ. 155. 18, Δημοσθ. 781. 17˙ ἀλλὰ διακρίνεται τοῦ χαλκεὺς ἐν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17. 2) = χαλκόκροτος Ι, χ. μανίη, ἐπὶ τῶν ἱερειῶν τῆς Κυβέλης, Ἀνθ. Παλατ. 6. 51, - ὅπερ ὁ Ἰακώψ. ἑρμηνεύει, μανία προξενουμένη ἐκ τῆς κροτήσεως τῶν κυμβάλων. ΙΙ. προπαροξ. χαλκότῠπος, ον, παθ., ὁ διὰ χαλκοῦ κτυπηθείς, ὁ προξενηθεὶς ἐκ πληγῆς διὰ χαλκοῦ, ὠτειλαὶ Ἰλ. Τ. 25˙ πρβλ. χαλκότορος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χαλκοτύπος
χαλκουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τύπος (< τύπτω), πρβλ. λα-τύπος, ὀρει-τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].
Greek Monotonic
χαλκοτύπος: [ῠ], ὁ (τύπτω)·
I. αυτός που δουλεύει τον χαλκό, χαλκουργός, σε Ξεν.· σιδηρουργός, σε Δημ.
II. προπαροξ. ως επίθ., χαλκότῠπος, -ον, Παθ., χτυπημένος με χαλκό, πληγωμένος με χάλκινα όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
χαλκο-τῠ́πος, ὁ, [cf. χαλκότυπος τύπτω
a worker in copper, coppersmith, Xen.; a smith, Dem.