χαράκι
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
Greek Monolingual
το / χαράκιον, ΝΜΑ, και χαράκιν ΜΑ χάραξ, -ακος]
νεοελλ.
1. χαραγματιά
2. καθεμιά από τις ευθείες που είναι χαραγμένες με χάρακα πάνω σε φύλλο χαρτιού ή σε άλλη επιφάνεια
3. εντομή στον φλοιό κλήματος
4. εντομή σε κορμό δένδρου, με σκοπό τον εμβολιασμό του
5. συνεκδ. εμβολιασμός
6. εντομή στον φλοιό δένδρου για έκρυση ρητίνης
7. βράχος, ογκόλιθος
μσν.-αρχ.
1. (ως υποκορ. του χάραξ) μικρό ραβδί για τη στήριξη τών κλημάτων
2. (στον τ. χαράκιν) κύβος, ζάρι.