χρεώνω

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

Ν χρέος
1. καταγράφω κάποιον ως χρεώστη («σέ χρέωσα δέκα χιλιάδες»)
2. εγγράφω ένα ποσό ως χρέος κάποιου στο αντίστοιχο σκέλος λογιστικού βιβλίου
3. (γενικά) επιβαρύνω με χρέη
4. μέσ. χρεώνομαι
αναλαμβάνω χρέη
5. παροιμ. «όποιος όλο χρεώνεται, κακό του ξημερώνεται» — δηλώνει ότι τα αλλεπάλληλα χρέη επιφέρουν ξαφνική οικονομική καταστροφή.