δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
-ή, -ό, Ν1. συγχωριανός, συντοπίτης2. χωριάτης, χωρικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωριό + κατάλ. -ανός (πρβλ. αδειανός, φαγανός)].