ψακάδιον
From LSJ
τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?
English (LSJ)
later ψεκάδιον, τό, Dim. of ψακάς, drizzle, Polioch.2.5, Thphr. CP 2.9.3.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, dim. von ψακάς, Tröpfchen; bes. Staubregen, Theophr.; ψακαδίου γενομένου Polioch. bei Ath. II, 60 b.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰκάδιον: μεταγεν. ψεκάδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ ψακάς, λεπτὴ βροχή, «ψηχάλα», καὶ κοχλίας γενομένου ψακαδίου ἠγρεύετ’ ἂν Πολίοχος ἐν Ἀδήλ. 1. 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 9, 3.
Greek Monolingual
και μτγν. τ. ψεκάδιον, τὸ, Α ψακάς / ψεκάς, ψεκάδος
υποκορ. ψιχάλα.