ψευδομαρτύριον

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

German (Pape)

[Seite 1394] meistens im gen. ψευδομαρτυρίου δίκη, Klage wegen falsches Zeugnisses, häufiger ψευδομαρτυριῶν, Aesch.; aber auch im plur., ἔνοχος τοῖς ψευδομαρτυρίοις, wie Plat. Theaet. 148 b.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
seul. au gén. sg. ψευδομαρτυρίου δίκη ATT poursuite pour faux témoignage ; c. ψευδομαρτυρία.
Étymologie: ψευδομάρτυς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. η ψευδομαρτυρία
2. φρ. «ψευδομαρτυρίου δίκη» — καταγγελία για ψευδομαρτυρία ή για επιορκία (Κρατίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + μαρτύριον (< μαρτυρῶ, -έω)].

Russian (Dvoretsky)

ψευδομαρτύριον: τό Plat. = ψευδομαρτυρία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδομαρτύριον -ου, τό [ψευδομάρτυς] valse getuigenis.