ψιττάκια

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
pistaches, fruit.
Étymologie: DELG πιστάκιον.

Greek (Liddell-Scott)

ψιττάκια: τά, = πιστάκια, ὃ ἴδε. ΙΙ. «εἶδος ὑποδήματος γυναικείου» Ἡσύχ.· ἔνθα: ψιττάκεια, πρβλ. Etym. Voss. παρὰ Gaisf. σ. 2284.

Greek Monolingual

τὰ, Α
βλ. ψιττάκι.

German (Pape)

τά, = πιστάκια, vgl. φιττάκια, die Frucht der πιστάκη.