ψυγμός

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυγμός Medium diacritics: ψυγμός Low diacritics: ψυγμός Capitals: ΨΥΓΜΟΣ
Transliteration A: psygmós Transliteration B: psygmos Transliteration C: psygmos Beta Code: yugmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A chilliness, dampness, Porph.Abst.1.28, Vett.Val.127.5(pl.).
2 cold fit of an ague, or rigor caused by poison, Ruf. ap. Orib. 8.24.17, Dsc.5.11, Gal.11.519, Poll.4.186; cf. ψυχμός.
II dryingplace, σαγηνῶν LXX Ez.26.5, 14: ψ. ἁλιέων Pap. in Hermes 40.548; also ψ. γναφέων PTeb.86.45,51 (ii B. C.); εἰς ψυγμὸν ἐργάταις PSI 4.332.27 (iii B. C.); τῷ συμψήσαντι τὸν ψυγμόν PPetr.2p.110 (iii B. C.); ἐφ' ὃν ἔχομεν ἐν τῷ ψυγμῷ σὺν τῷ ἀχύρῳ κνῆκον PRyl.69.9 (i B. C.).
III refreshment, ἔψυξαν ἑαυτοὺν ψυγμούς LXX Nu.11.32.

German (Pape)

[Seite 1402] ὁ, 1) das Abkühlen, Erkälten. – 2) der Fieberfrost, Maneth. 3, 276. – 3) das Trocknen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψυγμός: ὁ, ψῦξις, ρῖγος, κρύωμα, ὑγρασία, Πορφύρ. περὶ Ἀποχῆς Ἐμψ. Ι. 28. 2) τὸ ῥῖγος πυρετοῦ, Μανέθων 2. 443, Πολυδ. Δ΄, 186. ΙΙ. τόπος πρὸς ξήρανσιν, ψυγμὸς σαγηνῶν ἔσται (δηλ. ἡ Τύρος), τόπος διὰ στέγνωμα δικτύων, Ἐβδ. (Ἰεζεκ. ΚϚ΄, 5, 14).

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α ψύχω (Ι)]
1. τόπος κατάλληλος για ξήρανση («ἐβάσταζον ἡμῶν θήκας λαχανοσπέρμου εἰς ἕτερον ψυγμόν», πάπ.)
2. (ιδίως) μέρος κατάλληλο για το στέγνωμα διχτιών («ψυγμός σαγηνῶν ἔσται ἐν μέσῳ θαλάσσης», ΠΔ).
(II)
και ψυχμός, ὁ, Α ψύχω (II)]
1. κρύο ή υγρασία («ψυγμοῦ πλήρους ὄντος τοῦ τόπου, Πορφ.)
2. ρίγος
3. τροφή ή ποτό για τόνωση του οργανισμού («ἔψυξαν ἑαυτοὺς ψυγμούς», ΠΔ)
4. μτφ. μαρασμός («ὁ ψυγμὸς τῆς ἀγάπης πεποίηκε μυστήρια», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. φρ. «Ψυγμοῦ λιμὴν» — παράλιο της Αιθιοπίας.