лучезарный
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Russian > Greek
αἰγλήεις, αἰγλάεις, αἰγλᾶς, ἀριπρεπής, τηλαυγής, δῖος, χρυσόχροος, χρυσόχρους, φωτεινός, καλλιλαμπέτης, καλλιφεγγής, λαμπρός, φωσφόρος, φερεαυγής, πολιός, φαέθων, φαιδρός, φλογώψ, ἠλέκτωρ, χρυσοφαής, ἀστροφαής, ἀστροφανής, εὐφεγγής, ἐναργής