надевать на себя
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Russian > Greek
ἐπιβάλλω, ἀναλαμβάνω, καταδύω, ἀνάπτω, ἀναστέλλω, ἐνδιδύσκω, περιαμπέχω, ἐγκομβόομαι, στολιδόομαι, περιτίθημι, περιάπτω, περάπτω, ἐνδύω, ἕννυμι, ἐπείνυμι, παραρτάω, παραρτέω, περιζώννυμαι, περικαθάπτω, ἐξάπτω, ἐνάπτω, ἐφαρμόζω, ἐφαρμόττω, ἐφαρμόσδω, νεόθεν