подходящий
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
Russian > Greek
ἤπιος, παρουσία, αἴσιος, σύμφυλος, εὐπρεπής, ἔμμετρος, ἀρτίκολλος, ἐπιτήδειος, ἐπιτήδεος, ἄρτιος, ἔγκαιρος, πρόσφορος, ποτίφορος, εὔχρηστος, σύμφορος, προσφυής, ἄρμενος, καίριος, εὐάρμοστος, ἱκνεύμενος, ἱκνούμενος, ἁρμόδιος, μουσικός, σύμμετρος, μέτριος, ἐμμελής, προσφερής, εὔθετος, δίκαιος, ἐοικώς, εἰκώς, ὡραῖος, ἀκμαῖος, ἱκανός, οἰκεῖος