сверкающий
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
Russian > Greek
ἀργός, μαρμάρεος, ἦνοψ, μαρμαρόεις, μάρμαρος, σιγαλόεις, στιλπνός, ἀγλαός, φλόγεος, φλογοειδής, λιπαρός, φλογώδης, αἰθός, ἀνταυγής, διαυγής, αἴθοψ, αἴθων, ονος, λιπαράμπυξ, νῶροψ, στεροπεύς, διαφεγγής, στέροψ, περιαυγής, γλαυκός, λαμπρός, λευκός, σελασφόρος, φαιδρός, ἠλέκτωρ, πυριλαμπής, ἀγλαώψ, ἀνθηρός, φοῖβος, ἀργῄς