ἀγώνισις

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγώνῐσις Medium diacritics: ἀγώνισις Low diacritics: αγώνισις Capitals: ΑΓΩΝΙΣΙΣ
Transliteration A: agṓnisis Transliteration B: agōnisis Transliteration C: agonisis Beta Code: a)gw/nisis

English (LSJ)

ἡ, a contending for a prize, Th.5.50.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.

German (Pape)

ἡ, das Wettkämpfen, Thuc. 5.50.

Russian (Dvoretsky)

ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.

Greek Monotonic

ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀγωνίζομαι
contest for a prize, Thuc.

Lexicon Thucydideum

certatio, contest, struggle, 5.50.4.