ἀδικητέον
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
one ought to do wrong, Pl.R. 365e; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι Id.Cri.49a.
Spanish (DGE)
hay que cometer una injusticia εἰ δ' οὖν πειστέον, ἀδικητέον Pl.R.365e, οὐδενὶ τρόπῳ φαμὲν ... ἀδικητέον εἶναι Pl.Cri.49a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀδικέω = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. εἶναι, ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.
Greek Monotonic
ἀδικητέον: ρημ. επίθ. του ἀδικέω, κάτι που πρέπει να διαπραχθεῖ ως αδικία, σε Πλάτ.