ἀκάττυτος

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκάττῡτος Medium diacritics: ἀκάττυτος Low diacritics: ακάττυτος Capitals: ΑΚΑΤΤΥΤΟΣ
Transliteration A: akáttytos Transliteration B: akattytos Transliteration C: akattytos Beta Code: a)ka/ttutos

English (LSJ)

ἀκάττυτον, not stitched, i.e. new, of shoes, Teles p.40 H.

Spanish (DGE)

-ον sin remendar, nuevo ὑπόδημα Teles 4.40.

Greek Monolingual

ἀκάττυτος, -ον (Α) καττύω, κασσύω
αυτός που δεν φοράει σανδάλια, ο ξυπόλυτος ή (σύμφωνα με άλλη ερμηνεία) αυτός που δεν έχει σόλες, καινούργιος (αποδίδεται στο υπόδημα).