ἀκλήρωτος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ἀκλήρωτον,
A without lot or portion in a thing, c. gen., χώρας ἀκλάρωτος Pi.O.7.59.
2 without casting lots, D.C.Fr.62.
II not distributed in lots, Plu.2.231e.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀκλάρ- Pi.O.7.59
1 privado de lote c. gen. χώρας Pi.l.c., abs. ἀκλήρωτον μένειν D.C.57.52.
2 de la tierra no repartido en lotes χώρα Plu.2.231d.
3 de pers. no sorteado, no elegido por sorteo προφήτης καὶ κωτάρχης αὐτοέτης καὶ ἀ. Didyma 286.2, cf. 236B.3 (ambas II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas sa part de, gén.;
2 non distribué en lots;
3 sans partage par le sort.
Étymologie: ἀ, κληρόω.
German (Pape)
1 ohne Anteil, χώρας, am Land, Pind. Ol. 7.59.
2 nicht verlost, Plut. apoph. Lac.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλήρωτος: дор. ἀκλάρωτος 2 (λᾱ)
1 не имеющий доли (τινος Pind.);
2 не распределенный по жребию Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλήρωτος: -ον, ἄνευ κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας ἀκλάρωτος, Πινδ. Ο. 7. 108. 2) ἄνευ τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλήρωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια
3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή -τί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κληρωτὸς < κληρῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκληρωτεί.
Greek Monotonic
ἀκλήρωτος: -ον (κληρόω), αυτός που δεν έχει κλήρο ή μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Πίνδ.