ἀλκά

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἀλκή.

English (Slater)

ἀλκά (-ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αί)
   a valour, courage
   I sing., τόνδ' ἀνέρα ὁρῶντ ἀλκάν i. e. with courage in his gaze (O. 9.111) τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ (O. 10.100) αἰδεσθέντες ἀλκάν (P. 4.173) “γεύεται δ' ἀλκᾶς ἀπειράντου” (P. 9.35) ὦ Τιμόδημε, σὲ δἀλκὰ παγκρατίου τλάθυμος ἀέξει (N. 2.14) κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν (I. 5.11) met., ἐμοὶ μὲν ὦν Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκᾷ τρέφει (construe with τρέφει or καρτερώτατον v. von der Mühll, M. H., 1954, 52.) (O. 1.112) c. gen., δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν courage, strength against (N. 7.96)
   II pl., valiant actions ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.12) ]ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι[ (ἀλκᾷ Theon ap. Σ.) (Pae. 2.37)
   b fight τὰ δὲ καί ποτἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν (O. 13.55)
   c in periphrasis, c. gen., valorous ... καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετἀλκὰν ἕπετό οἱ (N. 3.38) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ (I. 4.35)
   d frag. ]ἀλκὰν Ἀχελωίου κρανίον τοῦτο ζάθε[ον (Pae. 21.9) ]εν ἀλκὰνεοις φιλ[ ?fr. 348a.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκά: ἡ дор. = ἀλκή.