ἀμαθώδης

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμᾰθώδης Medium diacritics: ἀμαθώδης Low diacritics: αμαθώδης Capitals: ΑΜΑΘΩΔΗΣ
Transliteration A: amathṓdēs Transliteration B: amathōdēs Transliteration C: amathodis Beta Code: a)maqw/dhs

English (LSJ)

ἀμαθῶδες, sandy, ποταμός Str.8.3.14.

Spanish (DGE)

-ες
arenoso τὸ ἀμαθώδη τὸν ποταμὸν ἢ τὴν χώραν εἶναι ψεῦδός φασι Str.8.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμᾰθώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἄμμῳ· πλήρης ἄμμου, ἀμμώδης ποταμός, Στράβ. 344.

Greek Monolingual

ἀμαθώδης, -ες (Α)
αμμουδερός, αμμώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμαθος (ΙΙ) + παραγ. κατάλ. -ώδης].

German (Pape)

ες, sandartig, Sp.