ἀμουργός
From LSJ
English (LSJ)
ἀμουργόν, v.l. for ἀμοργός (A) 1.2.
German (Pape)
[Seite 128] Emped. 276 bei Arist. de sens. 2 ἅψας παντοίων ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμουργούς, v.l. ἀμοργούς, welche Alex. Aphrod. u. Arist. a. a. O. von ἀπερύκειν ableitet, Sturz ἀπείργειν, was die Winde abhält; Schneider ecl. phys. p. 185 hält παντ. ἀν. für Interpolation und übersetzt: Laternen mit Wänden von Blasen gemacht, = μόλγινος.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμουργός: -όν, ἴδε ἀμοργὸς ΙΙ.
Greek Monolingual
-η, -ο μούργα
(για λάδι) χωρίς μούργα.
ο και -γιός αμέργω
1. δοχείο για το άρμεγμα, καρδάρα
2. εποχή του αρμέγματος τών προβάτων.