ἀνάμιγα
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
poet. ἄμμιγα, Adv. = ἀναμίξ, promiscuously, confusedly, A.Th.239, S.Tr.839 (lyr.), IG5(1).726; τινί with... A.R.1.573, AP 7.12; also τινός ib.22.
Spanish (DGE)
(ἀνάμῐγα) • Alolema(s): ἄμμιγα S.Tr.839, Androm.63, Heph.Astr.1.1.102
adv.
1 confusamente, tumultuosamente κλύουσα πάταγον ἀ. A.Th.239, cf. quizá en Tim.15.36.
2 acompasadamente de sones musicales θέλξει Theoc.Ep.5.3.
3 junto, juntamente de la sangre del centauro y de la hidra ἄμμιγά νιν αἰκίζει S.l.c., Μουσῶν ἀ. καὶ χαρίτων AP 7.22 (Simm.), πένθη ... κλαίει γαμέτης ἄμμιγα καὶ γενέτης IG 5(1).726.8 (Laconia II a.C.), cf. Androm.l.c., Heph.Astr.l.c., Zonar.s.u. ἄμμιγα
•c. dat. ἀ. παύροις A.R.1.573, ἀ. Πιερίσιν AP 7.12.
German (Pape)
[Seite 198] nur in der poet. Form ἄμμιγα, vermischt, durch einander, zugleich, τινί, Ap. Rh. 1, 573; Theaet. 4 (VII, 444); Ep. ad. 524 (VII, 12) u. sonst Sp.; auch τινός, Simm. Theb. 2 (VII, 22).
French (Bailly abrégé)
poét. ἄμμιγα;
adv.
pêle-mêle.
Étymologie: ἀναμίγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάμῐγα: ποιητ. ἄμμιγα, ἐπίρρ. ἀναμίξ, Σοφ. Τρ. 839, Συλλ. Ἐπιγρ. 1448· μ. δοτ. ἄμμιγα παύροις ἄπλετοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 573, Ἀνθ. Π. 7. 12: ὡσαύτως, μ. γεν., Μουσῶν ἄμμιγα καὶ Χαρίτων αὐτόθι 22.
Greek Monolingual
ἀνάμιγα και ποιητ. ἄμμιγα επίρρ. (Α)
ἀναμίξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναμείγνυμι από θ. -μιγ- του αορ. ἐμίγην].
Greek Monotonic
ἀνάμῐγα: ποιητ. ἄμμῐγα, επίρρ., ἀναμίξ, συγκεχυμένα, ανακατωμένα, σε Σοφ., Ανθ.
Middle Liddell
= ἀναμίξ,] [From ἀναμίγνυμι.]
promiscuously, Soph., Anth.