ἀνυγραίνω

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυγραίνω Medium diacritics: ἀνυγραίνω Low diacritics: ανυγραίνω Capitals: ΑΝΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: anygraínō Transliteration B: anygrainō Transliteration C: anygraino Beta Code: a)nugrai/nw

English (LSJ)

A moisten, Hp.Int.51, Thphr. CP 2.6.1.
2 metaph., melt, soften, τὰ ἤθη Plu.2.156d:—Pass., ib.566a.

Spanish (DGE)

1 humedecer τὸ συμπεπηγὸς ἐκ τῶν ἄρθρων Hp.Int.51, τὸ σύμφυτον θερμόν Thphr.CP 2.6.1
en v. med. humedecerse ἱλαραὶ μὲν τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc.Am.3.
2 ablandar τὰ ἤθη Plu.2.156d
en v. pas. τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς Plu.2.566a.

German (Pape)

[Seite 265] wieder anfeuchten, αἱ ὀμμάτων βολαὶ τακερῶς ἀνυγραίνοντο Luc. Amor. 3, vgl. 14; mischen und dadurch mildern, z. B. starken Wein; so übertr., τὸ ἄκρατον καὶ θυμοειδὲς ἀνιέναι καὶ ἀνυγραίνειν Plut. Pelop. 19; auch tadelnd, ἐκτήκεται καὶ ἀνυγραίνεται τὸ φρονοῦν ὑπὸ τῆς ἡδονῆς S. N. V, 22 M.

French (Bailly abrégé)

humecter, fig. amollir.
Étymologie: ἀνά, ὑγραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνυγραίνω:
1 увлажнять, смачивать (τῶν ὀμμάτων αἱ βολαὶ ἀνυγραίνοντο Luc.);
2 размягчать (sc. χαλκόν Plut.);
3 перен. смягчать, укрощать (τὰ ἤθη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυγραίνω: ὑγραίνω, μαλακώνω, Ἱππ. 560, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 6, 1: μεταφ., ποιῶ τι μαλακώτερον, ἠπιώτερον, τῷ οἴνῳ μαλάσσων τὰ ἤθη καὶ ἀνυγραίνων Πλούτ. 2. 156D: - Παθ. αὐτόθι 566Α.

Greek Monolingual

ἀνυγραίνω (Α)
1. υγραίνω
2. καθιστώ κάτι ηπιότερο, μαλακότερο.