ἀπατητικός
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ἀπατητική, ἀπατητικόν, fallacious, of sophistry, Pl. Sph.240d, 264d, Arist.APo.80b15, al.: Comp. -κώτερος more effective in deceiving, X.Eq.Mag.5.5. Adv. ἀπατητικῶς Poll.4.24.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 falaz de la sofística τέχνη Pl.Sph.240d, 264d, ἀ. καὶ ἄδικος (λόγος) Arist.SE 171b21, συλλογισμός Arist.APo.80b15, POxy.3238.4.125 (III d.C.)
•compar. -ώτερος más engañoso, que engaña mejor X.Eq.Mag.5.5.
2 adv. -ῶς engañosamente Poll.4.24.
German (Pape)
[Seite 282] betrügerisch, τέχνη Plat. Soph. 240 d; Sp. auch ergötzlich.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
trompeur.
Étymologie: ἀπάτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰτητικός: Xen., Plat., Arst. = ἀπατηλός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἀπατῶν, ὁ δυνάμενος ν’ ἀπατᾷ, ἐπὶ σοφιστείας, Πλάτ. Σοφ. 240D, 264D, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 16, κ. ἀλλ. ― Συγκρ. -κώτερος, ἀποτελεσματικώτερος πρὸς ἐξαπάτησιν, Ξεν. Ἱππαρχ. 5. 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Δ΄, 24.
Greek Monolingual
ἀπατητικός, -ή, -όν (Α)
απατηλός, αυτός που εξαπατά, σοφιστικός.
Greek Monotonic
ἀπᾰτητικός: -ή, -όν (ἀπατάω), αυτός που μπορεί εύκολα να εξαπατά, ο δολερός, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀπατάω
fraudulent, Xen.