ἀποσποδέω

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσποδέω Medium diacritics: ἀποσποδέω Low diacritics: αποσποδέω Capitals: ΑΠΟΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: apospodéō Transliteration B: apospodeō Transliteration C: apospodeo Beta Code: a)pospode/w

English (LSJ)

A wear quite off, τοὺς ὄνυχας walk one's toes off, Ar. Av.8:—Pass., = ἀπερρίφθαι, ἀποθανεῖν, Hsch.
II ἀπεσποδηκότων· φλεγομένων ἐν τῇ τέφρᾳ, Id. (-ικώτων cod.).

French (Bailly abrégé)

ἀποσποδῶ :
user, épuiser.
Étymologie: ἀπό, σποδέω.

German (Pape)

abreiben, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, sich die Nägel ablaufen, Ar. Av. 8, Schol. ἀφανίσαι. – Bei Hesych. wird ἀπεσποδῆσθαι durch ἁπερρῖφθαι, ἀποθανεῖν erklärt.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσποδέω: стирать до основания (τοὺς ὄνυχας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσποδέω: ἀφανίζω, καταστρέφω τι ἐκ τῆς πολλῆς χρήσεως, ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων, ν᾿ ἀφανίσω τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων μου, Ἀριστοφ. Ὄρν. 8.

Greek Monotonic

ἀποσποδέω: μέλ. -ήσω, φθείρω κάτι εντελώς, το καταστρέφω μέσω της χρήσης· ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας, καταστρέφω φθείροντας τα δάχτυλα των ποδιών μου, σε Αριστοφ.

Greek Monolingual

ἀποσποδῶ (ἀποσποδέω) (Α) κάνω στάχτη, καταστρέφω τελείως.

Middle Liddell

to wear quite off, ἀπ. τοὺς ὄνυχας to walk one's toes off, Ar.