ἀποφθινύθω
Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel
English (LSJ)
[ῠ], poet. Verb,
A perish, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί Il.5.643, Hes.Op.243, cf. A.R.1.683.
II causal, make to perish, θυμὸν ἀποφθινύθουσι lose their life, Il.16.540.
2 diminish, τὰ μὲν αὔξεις τὰ δ' ἀ. E.Fr.916.
Spanish (DGE)
(ἀποφθῐνύθω)
• Prosodia: [-ῠ-]
I intr. parecer λαοί Il.5.643, Hes.Op.243, γεραραὶ ... γυναῖκες A.R.1.683, καρποί Orác. en Paus.9.17.5
•acabarse, cesar (Ὑγίεια) ἐκ σέο ... νοῦσοι ... ἀποφθινύθουσι βροτοῖσι Higiea, gracias a ti sanan las enfermedades de los mortales Orph.H.68.3.
II tr.
1 perder la vida θυμόν Il.16.540.
2 disminuir, reducir τὰ μὲν αὔξεις, τὰ δ' ἀποφθινύθεις E.Fr.916.
German (Pape)
[Seite 334] umkommen, Iliad. 5, 643 ἀποφθινύθουσι λαοί; 16, 540 οἳ θυμὸν ἀποφθινύθουσι, accus. Graec., oder ἀποφθ. transitiv, verzehren; Eur. frgm.; sp. D.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 se consumer, périr;
2 tr. consumer, faire perdre.
Étymologie: ἀπό, φθινύθω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποφθῐνύθω: (ῡ)
1 погибать, гибнуть Hom., Hes.;
2 губить, уничтожать (τι Hom., Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποφθῐνύθω: [ῠ], ῥῆμα ποιητ., φθείρομαι, ἀπόλλυμαι, χάνομαι, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοὶ Ἰλ. Ε. 643, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 683. ΙΙ. μεταβατ. φθείρω, καταστρέφω, θυμὸν ἀποφθινύθουσι, «τὴν ψυχὴν ἀποβάλλουσι» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ Ἰλ. Π. 540. 2) ἐλαττώνω, τὰ μὲν αὔξεις τὰ δ’ ἀπ. Εὐρ. ἐν Ἀδὴλ. 108. Πρβλ. ἀποφθίνω.
English (Autenrieth)
waste away, perish, Il. 5.643; trans., let perish, ‘sacrifice,’ θῦμόν, Il. 16.540.
Greek Monotonic
ἀποφθῐνύθω: [ῠ], μόνο στον ενεστ.
I. αφανίζομαι, χάνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., οδηγώ στο χαμό, καταστρέφω, αφανίζω, στο ίδ.