ἀποφθινύθω

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφθῐνύθω Medium diacritics: ἀποφθινύθω Low diacritics: αποφθινύθω Capitals: ΑΠΟΦΘΙΝΥΘΩ
Transliteration A: apophthinýthō Transliteration B: apophthinythō Transliteration C: apofthinytho Beta Code: a)pofqinu/qw

English (LSJ)

[ῠ], poet. Verb,
A perish, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί Il.5.643, Hes.Op.243, cf. A.R.1.683.
II causal, make to perish, θυμὸν ἀποφθινύθουσι lose their life, Il.16.540.
2 diminish, τὰ μὲν αὔξεις τὰ δ' ἀ. E.Fr.916.

Spanish (DGE)

(ἀποφθῐνύθω)
• Prosodia: [-ῠ-]
I intr. parecer λαοί Il.5.643, Hes.Op.243, γεραραὶ ... γυναῖκες A.R.1.683, καρποί Orác. en Paus.9.17.5
acabarse, cesar (Ὑγίεια) ἐκ σέο ... νοῦσοι ... ἀποφθινύθουσι βροτοῖσι Higiea, gracias a ti sanan las enfermedades de los mortales Orph.H.68.3.
II tr.
1 perder la vida θυμόν Il.16.540.
2 disminuir, reducir τὰ μὲν αὔξεις, τὰ δ' ἀποφθινύθεις E.Fr.916.

German (Pape)

[Seite 334] umkommen, Iliad. 5, 643 ἀποφθινύθουσι λαοί; 16, 540 οἳ θυμὸν ἀποφθινύθουσι, accus. Graec., oder ἀποφθ. transitiv, verzehren; Eur. frgm.; sp. D.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 se consumer, périr;
2 tr. consumer, faire perdre.
Étymologie: ἀπό, φθινύθω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποφθῐνύθω: (ῡ)
1 погибать, гибнуть Hom., Hes.;
2 губить, уничтожать (τι Hom., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφθῐνύθω: [ῠ], ῥῆμα ποιητ., φθείρομαι, ἀπόλλυμαι, χάνομαι, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοὶ Ἰλ. Ε. 643, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 683. ΙΙ. μεταβατ. φθείρω, καταστρέφω, θυμὸν ἀποφθινύθουσι, «τὴν ψυχὴν ἀποβάλλουσι» (μετάφρ. Θ. Γαζῆ Ἰλ. Π. 540. 2) ἐλαττώνω, τὰ μὲν αὔξεις τὰ δ’ ἀπ. Εὐρ. ἐν Ἀδὴλ. 108. Πρβλ. ἀποφθίνω.

English (Autenrieth)

waste away, perish, Il. 5.643; trans., let perish, ‘sacrifice,’ θῦμόν, Il. 16.540.

Greek Monotonic

ἀποφθῐνύθω: [ῠ], μόνο στον ενεστ.
I. αφανίζομαι, χάνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μτβ., οδηγώ στο χαμό, καταστρέφω, αφανίζω, στο ίδ.

Middle Liddell

I. only in pres. to perish, Il.
II. trans. to lose, Il.