ἀπόρθητος

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρθητος Medium diacritics: ἀπόρθητος Low diacritics: απόρθητος Capitals: ΑΠΟΡΘΗΤΟΣ
Transliteration A: apórthētos Transliteration B: aporthētos Transliteration C: aporthitos Beta Code: a)po/rqhtos

English (LSJ)

ἀπόρθητον, not sacked, unravaged, Πριάμοιο.. ἀ. πόλις ἔπλεν Il.12.11; ἀρχαγοὺς ἀπορθήτων ἀγυιᾶν B.8.52, cf. 99; Θάσον ἀ. λείπειν Hdt.6.28; ἀ. χώρα Hell.Oxy.16.3; of Attica, E.Med. 826, cf. A.Pers. 348; of Laconia, Din.1.73, cf. Lys.33.7; οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε; Antiph.117.

Spanish (DGE)

-ον
1 no saqueado, no devastado πόλις Il.12.11, A.Pers.348, E.Hec.906, A.R.4.1028, D.C.66.5.4, Θάσος Hdt.6.28, χώρα E.Med.826, Din.1.73, Hell.Oxy.21.3, ἀγυιαί B.8.52, γῆ Ael.VH 12.64, Λακεδαίμων Io Sam., tb. de los lacedemonios, Lys.33.7, Antiph.117, αἱ πατρίδες Them.Or.15.186a, cf. Hsch.
2 inexpugnable, inconquistable ὁρμητήριον Arsameia 25 (I a.C.), Κρηπίς IGLS 1.37 (Nemrud Dagh I a.C.).

German (Pape)

[Seite 321] unzerstört, Il. 12, 11; Her. 6, 28; Aesch. Pers. 340; χώρα, unverwüstet, Eur. Med. 826, wo ein cod. ἀπορθήτη hat; unzerstörbar, χώρα – νομιζομένη Din. 1, 73; vgl. Lys. 33, 7; Λάκωνες ἀπόρθητοι Antiphan. bei Ath. XV, 681 c.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
non dévasté.
Étymologie: , πορθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρθητος: и 3 неразрушенный, неразоренный (πόλις Hom., Aesch.; νῆσος Her.; χώρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρθητος: -ον, ὡσαύτως ἴσως -η, ον, Πόρσ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 822: ― μὴ ἁλούς, μὴ κυριευθείς, Πριάμοιο ἀπ. πόλις ἔπλεν Ἰλ. Μ. 11· Θάσον ἀπ. λείπειν Ἡρόδ. 6. 28· ἀπ. χώρα, περὶ τῆς Ἀττικῆς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 348· περὶ τῆς Λακωνίας, Δείναρχ. 99. 27, πρβλ. Λυσ. 914. 16, Reisk.· οὐκ ἐφύσων οἱ Λάκωνες ὡς ἀπόρθητοί ποτε Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαριστῇ» 1.

English (Autenrieth)

(πορθέω): unsacked, undestroyed; πόλις, Il. 12.11†.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόρθητος, -ον) [[[πορθώ]] (-έω)]
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να κυριευθεί.

Greek Monotonic

ἀπόρθητος: -ον, σπανίως -η, -ον (πορθέω), αυτός που δεν έχει αλωθεί, δεν έχει κυριευθεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

πορθέω
not sacked, unravaged, Il., Hdt., Attic