ἁμαρτῇ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
German (Pape)
[Seite 116] (ἅμα, ἄρω, vgl. ὁμαρτέω), zusammen, zugleich, von gleichzeitigen Handlungen, Hom. viermal, Il. 5, 656. 18, 571. 21, 162 Od. 22, 81. Aristarch las ἁμαρτή, s. Herodian. Scholl. Iliad. 5, 656. 21, 162.
French (Bailly abrégé)
v. ἀμαρτή.
English (Autenrieth)
(ἅμα, root αρ): at once, together.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἁμαρτῆ Sol.23.4
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. al mismo tiempo ῥήσσοντες ἁ. μολπῇ τ' ἰυγμῷ τε ποσὶ σκαίροντες Il.18.571, cf. 5.656, 21.162, ὁ δ' ἀ. δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροΐει Od.22.81, θυμοῦ θ' ἁ. καὶ φρενῶν ἀποσφαλείς fallando al tiempo su valor y su inteligencia Sol.23.4.
• Etimología: Cf. ἀμαρεῖν.
Greek Monolingual
ἁμαρτῇ και ἁμαρτῆ ή ἁμαρτῆ επίρρ. (Α)
τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άχρηστος τ. οργανικής πτώσης του επιθ. ἅμαρτος με επιρρηματική χρήση. Με το επίθ. ἅμαρτος συνδέεται επίσης και ο ρηματ. τ. ἀμαρτῶ. Η λ. άμαρτος θεωρείται σύνθετη από το επίρρ. ἅμα και το ρ. ἀφαρίσκω. Το επίρρ. ἁμαρτῇ απαντά και ως ὁμαρτῇ (πρβλ. και ὁμαρτῶ, συμπαρομαρτῶ, συμπαρομαρτυροῦντα κ.λπ.) πιθ. κατ’ επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ. Τέλος από τη λ. ἁμαρτῆ προήλθε και επιρρηματικός τ. ἁμαρτήδην.
ΠΑΡ. αρχ. ἁμαρτῶ
μσν.
ἁμαρτήδην].