ἁρμόνιος

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμόνιος Medium diacritics: ἁρμόνιος Low diacritics: αρμόνιος Capitals: ΑΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: harmónios Transliteration B: harmonios Transliteration C: armonios Beta Code: *(armo/nios

English (LSJ)

ἁρμόνιον, fitting, harmonious, LXX Wi.16.20, dub.l. in D.H.Dem.22. Adv. ἁρμονίως J.AJ8.3.2, Ph.1.179, Iamb.VP5.20. (Mostly with v.l. ἁρμόδιος.)

Spanish (DGE)

-ον
I 1que encaja, ajustado τοὺς λίθους ... ἁρμονίους ... γενέσθαι τῷ ναῷ Origenes Io.10.39.
2 fig. adecuado, conforme πρὸς πᾶσαν ἁρμόνιον γεῦσιν LXX Sap.16.20, τοῖς ἐκ Περιπάτου ... ἁρμόνιος ἥδε ἡ δόξα Clem.Al.Strom.2.7.34, ἂν ... ἁρμονιωτέρα διοίκησις ἀνθρώπου εἴη τῷ θεῷ Clem.Al.Strom.7.2.8.
II adv. -ως
1 ajustadamente λίθων ... συντεθέντων ἁ. καὶ λείως I.AI 8.69.
2 adecuadamente ὁ λόγος ἁ. συνυφαίνεται Ph.1.179, ἁ. ὑποκρίνασθαι D.L.2.66 (cód.).

German (Pape)

[Seite 356] ον, passend, übereinstimmend, Sp. auch adv. ἁρμονίως.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμόνιος: -ον, πρέπων, ἁρμονικός, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιϚ΄. 20). Κλήμ. Ἀλ. 447. - Ἐπίρρ. -ίως Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 8. 3, 2, Φίλων 1. 179, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 20 (κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γρ. ἁρμοδίως).

Translations

harmonious

Armenian: ներդաշնակ; Catalan: harmònic; Dutch: harmonieus; Esperanto: harmonia, akorda; Finnish: harmoninen, sopusointuinen, sointuva; French: harmonieux; German: harmonisch, übereinstimmend, sich in Übereinstimmung befindend, im Einklang befindlich; Greek: αρμονικός; Ancient Greek: ἁρμόνιος, ἐμμελής, ἐναρμόνιος, ἐνάρμοστος, εὐμελής, ξύμφωνος, ξύναυλος, προσῳδός, σύμφωνος, σύναυλος; Indonesian: harmonis; Latin: concors; Malay: harmoni; Manx: cordailagh; Maori: reretahi, reretau, aumārire; Romanian: armonic; Russian: гармоничный; Uyghur: ئۆم