ἄχυμος
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
ἄχυμον, without flavour, Arist.Metaph.989b10, Sens.443a11, Xenocr.45; tasteless, of water, Thphr. CP 6.3.1.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene sabor, insípido οὐσία Arist.Metaph.989b10, τὰ στοιχεῖα ... ἄχυμα Arist.Sens.443a11, τὸ ὕδωρ Thphr.CP 6.3.1, οἱ δ' ὀπτώμενοι ἀχυμότεροι δυσέκκριτοί τε de pescados, Xenocr.20, de alimentos, Plu.2.912b.
German (Pape)
[Seite 420] = ἄχυλος, Arist. de sens. 5, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans suc.
Étymologie: ἀ, χυμός.
Russian (Dvoretsky)
ἄχῡμος: лишенный соков, безвкусный (ὕδωρ Arst., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄχῡμος: -ον, = ἄχυλος, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8, 13, π. Αἰσθ. 5. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄχυμος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει χυμό
2. στεγνός, άνοστος.