ἐκκοβαλικεύομαι
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
cheat by juggling tricks, cajole, dub. in Ar.Eq. 270.
Spanish (DGE)
(ἐκκοβᾱλῐκεύομαι) engatusar γέροντας ἡμᾶς Ar.Eq.270.
German (Pape)
[Seite 764] durch Koboldstreiche, Kniffe u. dgl. äffen, Ar. Equ. 270, Schol. ἐκπανουργεῖν.
French (Bailly abrégé)
mystifier.
Étymologie: ἐκ, κόβαλος.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκοβᾱλικεύομαι: хитро обманывать, надувать (τινα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοβᾱλικεύομαι: ἀποθ., ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων κττ., δελεάζω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 271.
Greek Monolingual
ἐκκοβαλικεύομαι (Α)
εξαπατώ με τεχνάσματα.
Greek Monotonic
ἐκκοβᾱλικεύομαι: αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα, κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.