ἐκπροκαλέομαι

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροκᾰλέομαι Medium diacritics: ἐκπροκαλέομαι Low diacritics: εκπροκαλέομαι Capitals: ΕΚΠΡΟΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: ekprokaléomai Transliteration B: ekprokaleomai Transliteration C: ekprokaleomai Beta Code: e)kprokale/omai

English (LSJ)

A call forth to oneself, ἐκπροκαιεσσαμένη μεγάρων Od.2.400; ἀπὸ μεγάροιο h.Ap.111; νόσφιν A.R.4.353.
2 invoke, ἄστρων σέλας Orph.H.7.1.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. fem. nom. sg. ἐκπροκαλεσσαμένη Od.2.400]
1 llamar para que salga, hacer salir c. gen. o prep. c. gen. Τηλέμαχον ... Ἀθήνη ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.l.c., Εἰλείθυιαν ἀπὸ μεγάροιο θύραζε ἐκπροκαλεσσαμένη h.Ap.111
atraer, hacer venir νόσφιν Ἰήσονα μοῦνον ἑταίρων A.R.4.353.
2 invocar ἄστρων οὐρανίων ἱερὸν σέλας Orph.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), zu sich herausrufen, herauskommen lassen; ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, aus dem Palaste, Od. 2, 400; sp. D; Ap. Rh. 4, 353; Orph. H. 6, 1 ἄστρων ἱερὸν σέλας, anrufen.

French (Bailly abrégé)

ἐκπροκαλοῦμαι;
appeler à soi, faire venir, acc..
Étymologie: ἐκ, προκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπροκᾰλέομαι: вызывать к себе (τινα μεγάρων Hom. и ἐκ μεγάροιο HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροκᾰλέομαι: μέσ., προσκαλῶ τινὰ νὰ ἔλθῃ ἔξω πρὸς ἐμέ, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Ὀδ. Β 400· ἐκ μεγάροιο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 111· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ, 354.

Greek Monotonic

ἐκπροκᾰλέομαι: Μέσ., προσκαλώ κάποιον ή τον φωνάζω να βγει έξω, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Mid. to call to oneself or summon out of, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.