ἐκπροκαλέομαι

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπροκᾰλέομαι Medium diacritics: ἐκπροκαλέομαι Low diacritics: εκπροκαλέομαι Capitals: ΕΚΠΡΟΚΑΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: ekprokaléomai Transliteration B: ekprokaleomai Transliteration C: ekprokaleomai Beta Code: e)kprokale/omai

English (LSJ)

A call forth to oneself, ἐκπροκαιεσσαμένη μεγάρων Od.2.400; ἀπὸ μεγάροιο h.Ap.111; νόσφιν A.R.4.353.
2 invoke, ἄστρων σέλας Orph.H.7.1.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. fem. nom. sg. ἐκπροκαλεσσαμένη Od.2.400]
1 llamar para que salga, hacer salir c. gen. o prep. c. gen. Τηλέμαχον ... Ἀθήνη ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.l.c., Εἰλείθυιαν ἀπὸ μεγάροιο θύραζε ἐκπροκαλεσσαμένη h.Ap.111
atraer, hacer venir νόσφιν Ἰήσονα μοῦνον ἑταίρων A.R.4.353.
2 invocar ἄστρων οὐρανίων ἱερὸν σέλας Orph.H.7.1.

German (Pape)

[Seite 776] (s. καλέω), zu sich herausrufen, herauskommen lassen; ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, aus dem Palaste, Od. 2, 400; sp. D; Ap. Rh. 4, 353; Orph. H. 6, 1 ἄστρων ἱερὸν σέλας, anrufen.

French (Bailly abrégé)

ἐκπροκαλοῦμαι;
appeler à soi, faire venir, acc..
Étymologie: ἐκ, προκαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπροκᾰλέομαι: вызывать к себе (τινα μεγάρων Hom. и ἐκ μεγάροιο HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπροκᾰλέομαι: μέσ., προσκαλῶ τινὰ νὰ ἔλθῃ ἔξω πρὸς ἐμέ, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Ὀδ. Β 400· ἐκ μεγάροιο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 111· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ, 354.

Greek Monotonic

ἐκπροκᾰλέομαι: Μέσ., προσκαλώ κάποιον ή τον φωνάζω να βγει έξω, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

Mid. to call to oneself or summon out of, ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.