ἐκσώζω
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
German (Pape)
[Seite 779] (s. σώζω, vgl. ἐκσαόω), herausretten (ans einem Unglück), retten; Soph. Ai. 1107 u. öfter; Eur. u. in Prosa; ἐκ τῶν κινδύνων τινά Plat. Gorg. 486 b; Αἰγίσθου χερός, aus der Hand des Aeg., Eur. El. 28, wie Lyc. 613; εἰς φάος νεκρῶν πάρα, von den Todten erwecken u. ans Licht führen, Eur. Herc. Fur. 1222. – Med., sich retten; Her. 2, 107; νῆσον, auf eine Insel, Aesch. Pers. 451; βίοτον, ein Leben, ib. 352; δένδρα κλῶνας ὡς ἐκσώζεται Soph. Ant. 709.
Greek Monolingual
ἐκσῴζω, επικ. τ. ἐκσαόω (Α)
1. σώζω, διασώζω, βγάζω από κάποια δυστυχία, διατηρώ ασφαλή, διαφυλάσσω από κίνδυνο
2. ἐκσῴζομαι
σώζω τον εαυτό μου, σώζω για τον εαυτό μου («ὅσα δένδρων ὑπείκει, κλῶνας ὡς ἐκσῴζεται», Σοφ.).
Middle Liddell
fut. -σώσω
to preserve from danger, keep safe, Hdt., Soph., etc.; ἐκς. τινά τινος to save one from another, Eur.; ἐκς. τινὰ ἐς φάος to bring one safe to light, Eur.:—Mid. to save oneself, Hdt.; or to save for oneself, Aesch.:—Pass. to flee for safety, Aesch.