ἐναποκλίνω

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποκλίνω Medium diacritics: ἐναποκλίνω Low diacritics: εναποκλίνω Capitals: ΕΝΑΠΟΚΛΙΝΩ
Transliteration A: enapoklínō Transliteration B: enapoklinō Transliteration C: enapoklino Beta Code: e)napokli/nw

English (LSJ)

[ῑ], lay down in, ἑαυτὸν στιβάδι Philostr.Jun.Im.3.

Spanish (DGE)

1 reclinarse, acostarse en c. ac. del refl. y dat. ἑαυτὸν τῇ στιβάδι Philostr.Iun.Im.3.4.
2 fig. caer, sumirse εἰς κώμους καὶ μέθας ἐναποκλίνας Philost.HE 3.22a-26a.

German (Pape)

[Seite 828] darauf niederlegen, ἑαυτὸν στιβάδι Philostr. iun. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποκλίνω: κλίνω ἐπί τινος, ἅτερος δὲ σφῶν ἐναποκλίνας ἑαυτὸν τῇ στιβάδι διαναπαύει που Φιλόστρ. 867.

Greek Monolingual

ἐναποκλίνω (Α)
1. κλίνω, γέρνω, ακουμπώ πάνω σε κάτι
2. ρέπω, έχω ροπή για κάτι.