ἐνζωγραφέω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
paint in or on, Pl.Phlb. 40a (Pass.), Tz.H.12.560.
Spanish (DGE)
1 pintar Πολύγνωτος ... ἐν τῇ ποικίλῃ τῇ στοᾷ ἵππον ἐνζωγραφήσας Tz.H.12.555, fig. αἱ ... τῆς ... θείας ἀρετῆς ἀκτῖνες ... τῷ ἡμετέρῳ κατόπτρῳ ἐνζωγραφοῦσαι τὸν ἥλιον Gr.Nyss.Hom.in Cant.90.16, en v. pas. ἡ ἱερὰ ... τοῦ θεοῦ εἰκὼν ... εἰς τὴν ... πιστὴν καρδίαν Mac.Aeg.Serm.B 23.1.12
•fact. hacer pintar, mandar pintar ἐν τοῖς ... οἴκοις ... τὰς εἰκόνας αὐτῶν ἐνζωγραφοῦσιν Mac.Aeg.Serm.B 26.1.5.
2 representar escenas en tejidos, en v. pas. πόλεμοι καὶ θῆρες ... τοῖς χιτῶσι ... παρὰ τῶν ὑφαινόντων ἐνζωγραφοῦνται Gr.Nyss.Mort.59.14.
German (Pape)
[Seite 840] darauf malen, Plat. Phil. 40 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνζωγραφέω: ζωγραφῶ ἐντός τινος, διάφ. γραφ. ἐν Πλάτ. Φιλήβῳ 40Α, Τζέτζ. Χιλ. 12, 235 (;).
Russian (Dvoretsky)
ἐνζωγρᾰφέω: (на чем-л.) изображать, рисовать, писать (Plat. - v.l. ζωγραφέω).