ἐνθάκησις
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
-εως, ἡ, sitting in, ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις a twofold seat in the sun, i.e. both at morn and evening, S.Ph.18.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [-ᾱ-]
situación, exposición ἵν' ... ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐ. (cueva) donde hay una doble exposición al sol e.d., está orientada al este y al oeste, S.Ph.18.
German (Pape)
[Seite 841] ἡ, das Darinsitzen, ἡλίου, der Sitz in der Sonne, Soph. Phil. 18.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
position dans : ἡλίου ἐνθάκησις SOPH exposition au soleil.
Étymologie: ἐνθακέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνθάκησις: εως (ᾱ) ἡ сидение, восседание; ἡλίου διπλῆ ἐ. Soph. место, с двух сторон освещаемое солнцем.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθάκησις: ᾱ, εως, ἡ, τὸ ἐνθακεῖν, καθέζεσθαι ἔν τινι, ἵν’ ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις, ἔνθα ἐν καιρῷ ψύχους ὑπάρχουσι διπλαῖ θέσεις ἐν αἷς καθήμενός τις νὰ θερμαίνηται ὑπὸ τοῦ ἡλίου δηλ. τὴν πρωίαν καὶ τὴν ἑσπέραν, Σοφ. Φιλ. 18.
Greek Monolingual
ἐνθάκησις, η (Α) ενθακώ
το να κάθεται κανείς κάπου, τοποθέτηση, κάθισμα σ' ένα μέρος («ἐν ψύχει μὲν ἡλίου διπλῆ πάρεστιν ἐνθάκησις», Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐνθάκησις: [ᾱ], -εως, ἡ, κάθισμα μέσα ή πάνω σε κάτι· ἡλίου ἐνθ., θέση στον ήλιο, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐνθά¯κησις, εως
a sitting in, ἡλίου ἐνθ. a seat in the sun, Soph.