ἐνῆμαι
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
used as pf. of ἐνέζομαι, to be seated in, ἵν· ἐνήμεθα πάντες Od. 4.272, cf. Theoc. 22.44; θάκοις.. ἐνήμενοι E.Fr.795
German (Pape)
[Seite 840] (s. ἧμαι), darin sitzen; ἵν' ἐνήμεθα πάντες, im trojanischen Pferde, Od. 4, 272; ἔνθα, Theocr. 22, 44; θάκοις ἐνήμενοι Eur. Phil. fr. 6.
French (Bailly abrégé)
sans autres temps;
être assis ou établi dans ou sur.
Étymologie: ἐν, ἧμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνῆμαι: κυρίως πρκμ. τοῦ ἐνέζομαι, κάθημαι ἔν τινι, ἵν᾿ ἐνήμεθα πάντες Ὀδ. Δ. 272, πρβλ. Θεόκρ. 22. 44· θάκοις... ἐνήμενοι Ε’ὐρ. Ἀποσπ. 793.
Greek Monolingual
ἐνῆμαι (Α)
(παρακμ. του ἐνέζομαι) κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐνῆμαι: κυρίως παρακ. του ἐνέζομαι, κάθομαι μέσα, σε Ομήρ. Οδ.