ἐπαναιρέομαι
From LSJ
τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice
Greek Monotonic
ἐπαναιρέομαι: Μέσ.,
1. αναλαμβάνω, εισβάλλω, εισέρχομαι, Λατ. suscipere, σε Πλάτ.
2. αποσύρω, ανακαλώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
1. Mid. to take upon one, enter into, Lat. suscipere, Plat.
2. to withdraw, Plut.