ἐπαναιρέομαι
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Greek Monotonic
ἐπαναιρέομαι: Μέσ.,
1. αναλαμβάνω, εισβάλλω, εισέρχομαι, Λατ. suscipere, σε Πλάτ.
2. αποσύρω, ανακαλώ, σε Πλούτ.
Middle Liddell
1. Mid. to take upon one, enter into, Lat. suscipere, Plat.
2. to withdraw, Plut.