ἐπαναιρέομαι

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monotonic

ἐπαναιρέομαι: Μέσ.,
1. αναλαμβάνω, εισβάλλω, εισέρχομαι, Λατ. suscipere, σε Πλάτ.
2. αποσύρω, ανακαλώ, σε Πλούτ.

Middle Liddell

1. Mid. to take upon one, enter into, Lat. suscipere, Plat.
2. to withdraw, Plut.