ἐπικαθαίρω

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικᾰθαίρω Medium diacritics: ἐπικαθαίρω Low diacritics: επικαθαίρω Capitals: ΕΠΙΚΑΘΑΙΡΩ
Transliteration A: epikathaírō Transliteration B: epikathairō Transliteration C: epikathairo Beta Code: e)pikaqai/rw

English (LSJ)

A purge yet more, Hp.Judic.11, Ruf. ap. Orib.7.26.169 (Pass.); of supplementary menstruation, Sor.1.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 944] abwischen, reinigen, Hippocr.

Greek Monolingual

ἐπικαθαιρῶ, -έω (Α)
καταρρίπτω, γκρεμίζω, καταστρέφω επί πλέον ή μετά από άλλους («ἐπικαθελών τὸ ἐν Τέῳ τεῖχος», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ-αιρώ «κατεβάζω, σύρω κάτω»].

Greek Monolingual

ἐπικαθαίρω και ἐπικαθαρίζω (AM)
1. καθαρίζω ακόμη περισσότερο
2. μέσ. ἐπικαθαίρομαι
καθαρίζομαι επί πλέον (για συμπληρωματική έμμηνη ρύση).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθαίρω «καθαρίζω»].