ἐπικομίζω
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
bring or carry to, ἐπὶ τοὺς ἔξω τόπους Str.11.2.17, cf. Arist. ap. D.L.5.14 (Pass.):—Med., bring with one, τὰ τοῦ Ἰωσήπου ὀστᾶ J.AJ2.15.2; τὴν τροφὴν ἑαυτοῖς D.C.50.11, cf. PLips.41.10 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 951] hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασθαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικομίζω: препровождать (ἐπικομίζεσθαι τοῖς ἰδίοις Arst. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ἐπιτροπεύω ἢ ἀνατρέφω, ἐπιμελείσθω δὲ Νικάνωρ καὶ Μύρμηκος τοῦ παιδίου, ὅπως ἂν ἀξίως ἡμῶν τοῖς ἰδίοις ἐπικομισθῇ Διαθήκη Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 14, ἐν τῷ Παθ. - Μέσ., κομίζω τι μετ’ ἐμοῦ, τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας Δίων Κ. 50. 11.
Greek Monolingual
ἐπικομίζω (AM) κομίζω
μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον
αρχ.
1. μέσ. ἐπικομίζομαι
φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)
2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.