ἐπικυλινδέω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
or ἐπικυλίω (Plb.3.53.4, D.S.19.19), fut. -κυλίσω [ῑ]:—
A roll down upon, πέτρους ἐπί τινας X.HG3.5.20; τοῖς ὁδοιποροῦσι πέτρας D.S.l.c., cf. Plb.l.c.:—Pass., τὰ τμήματα τοῦ πελάγους -ισθέντα Ph.2.109; τόκων τόκοις -κυλισθέντων interest being heaped on interest, Plu.2.831e; τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον -ινδεῖσθαι is slipped into.., ib.699c; -ισθεῖσα overlaying the infant, Sor.1.106.
2. Pass., to be applied by rolling, ταῖς σαρξί Gal.11.757.
3. Pass., degenerate, εἰς χρόνια πάθη Id.19.560: metaph., [νοήσεις] δι' ἀρρωστίαν -ούμεναι καὶ ἐπιτρέχουσαι τοῖς εἴδεσιν Dam.Pr.88.
4. intr., roll on, κύματα Ps. -Luc.Philopatr.3.
German (Pape)
[Seite 955] darauf, darüber wälzen, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπεκυλίνδουν πέτρους Xen. Hell. 3, 5, 20; ἐπάλληλα τὰ ὄρη Luc. Char. 5, a. Sp. – Intr., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, wenn die Wogen sich heranwälzen, Luc. Philopatr. 3.
French (Bailly abrégé)
ἐπικυλινδῶ :
impf. ἐπεκυλίνδουν;
I. tr. 1 faire rouler sur : πέτρους ἐπί τινα XÉN des quartiers de roc sur qqn;
2 faire rouler l'un sur l'autre, amonceler;
II. intr. rouler.
Étymologie: ἐπί, κυλινδέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικῠλινδέω: и ἐπικῠλίω
1 скатывать, наваливать (πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.); pass. скатываться (τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον ἐπικυλινδεῖται Plut.);
2 нагромождать (τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὶ ὁ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.);
3 катиться (κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικῠλινδέω: ἐπικῠλίνδω ἢ -κυλίω (Διόδ. 19. 19): μέλλ. -κυλίσω ῑ: -κυλίω τι ἐπί τινα, καὶ ἐπὶ τοὺς λοιποὺς ἐπικύλινδον πέτρους εἰς τὸ κάταντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20· ἀόρ. α΄ ἐπικυλῖσαι Πολύβ. 3. 53, 4· ἐπικυλινδοῦντες ἐπάλληλα τὰ ὄρη, τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, Λουκ. Χάρων 3. - Παθ., τόκων τόκοις ἐπικυλισθέντων, ἐπισωρευθέντων. Πλούτ. 2. 831Ε. 2) ἀμεταβ., τῶν κυμάτων ἐπικυλινδούντων, ἐπικυλιομένων, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3.
Spanish
Léxico de magia
en v. med. hacer rodar como acción de la divinidad ἧκέ μοι, ὁ ἅγιος ὠρίων, ... ἐπικυλινδούμενος τὰ τοῦ Νείλου ῥεύματα καὶ ἐπιμιγνύων τῇ θαλάττῃ καὶ ἀλλοιῶν ζωῇ ven a mí, sagrado Orión, que haces rodar las corrientes del Nilo, las mezclas con el mar y las transformas en vida P I 29