ἐπιλυμαίνομαι
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
infest, ruin, τὸν ἀνθρώπινον βίον Plu.2.881d.
German (Pape)
[Seite 959] schaden, feindlich stören, βίον Plut. plac. phil. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
gâter, détruire, acc..
Étymologie: ἐπί, λυμαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλῡμαίνομαι: портить, разрушать, губить (τὸν ἀνθρώπων βίον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλυμαίνομαι: Ἀποθ., προξενῶ λύμην, βλάβην, καταστροφήν, Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας Πλούτ. 2. 881D.
Greek Monolingual
ἐπιλυμαίνομαι (Α) λυμαίνομαι
καταστρέφω, βλάπτω κάποιον («Ἡρακλῆς πολλὰ τῶν ἐπιλυμαινομένων τὸν ἀνθρώπινον βίον καθάρας», Πλούτ.).